καλαμάρια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.laˈmaɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μά‐ρια
- τονικά παρώνυμα: καλαμαριά, Καλαμαριά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καλαμάρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλαμάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.