κακουργοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κακουργοδικείο | τα | κακουργοδικεία |
| γενική | του | κακουργοδικείου | των | κακουργοδικείων |
| αιτιατική | το | κακουργοδικείο | τα | κακουργοδικεία |
| κλητική | κακουργοδικείο | κακουργοδικεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακουργοδικείο < κακούργ(ος) + -ο- + -δικείο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.kuɾ.ɣo.ðiˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κουρ‐γο‐δι‐κεί‐ο
Συγγενικά
- κακουργιοδίκης
- → δείτε τις λέξεις κακούργος και δίκη
Μεταφράσεις
κακουργοδικείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.