κακουργιοδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κακουργιοδίκης οι κακουργιοδίκες
      γενική του
του/της
κακουργιοδίκη
κακουργιοδίκου
των κακουργιοδικών
    αιτιατική τον/την κακουργιοδίκη τους/τις κακουργιοδίκες
     κλητική κακουργιοδίκη κακουργιοδίκες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακουργιοδίκης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κακουργιοδίκης < κακουργιοδικ(εῖον) + -ης. Μορφολογικά αναλύεται σε κακουργί((α) + -ο- + -δίκης.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.kuɾ.ʝi.oˈði.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακουργιοδίκης

Ουσιαστικό

κακουργιοδίκης αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «κακούργος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.