κακοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κακοποίησῐς | αἱ | κακοποιήσεις | ||||
| γενική | τῆς | κακοποιήσεως | τῶν | κακοποιήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | κακοποιήσει | ταῖς | κακοποιήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κακοποίησῐν | τὰς | κακοποιήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κακοποίησῐ | κακοποιήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοποιήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακοποιησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κακοποίησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κακοποιέω, κακοποιη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + -ποίησις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κακοποίηση (με ειδικότερη σημασία)
Ουσιαστικό
κακοποίησις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) κακή πράξη, βλάβη, βλαπτική ενέργεια
- ≈ συνώνυμα: το αρχαίο κακοποιΐα
Πηγές
- κακοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.