δυσφήμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφήμιση οι δυσφημίσεις
      γενική της δυσφήμισης* των δυσφημίσεων
    αιτιατική τη δυσφήμιση τις δυσφημίσεις
     κλητική δυσφήμιση δυσφημίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσφημίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσφήμιση < δυσφημί((ζω) + -ση

Ουσιαστικό

δυσφήμιση θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.