render

Αγγλικά (en)

Ρήμα
render (en)
- καθιστώ
- τροποποιώ κάτι υπό συνθήκες, όρους, μέθοδο, διαδικασία, επενέργεια κτλ.
- ερμηνεύω, αποδίδω
- αποδίδω, επιστρέφω κάτι, δίνω πίσω
- συλλαμβάνω και παραδίδω μυστικά σε άλλη χώρα
- (πληροφορική) μετασχηματίζω ένα αρχείο βάση εντολών
- (πληροφορική) μετασχηματίζω ένα αρχείο (πχ εικόνας) ώστε να εμφανίζεται καλύτερα στην οθόνη ή σε άλλο μέσο
- μεταποιώ
- επενεργώ διαδικαστικά πάνω σε κάποιον ή κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.