render

Αγγλικά (en)

Ρήμα

render (en)

  1. καθιστώ
    • τροποποιώ κάτι υπό συνθήκες, όρους, μέθοδο, διαδικασία, επενέργεια κτλ.
  2. ερμηνεύω, αποδίδω
  3. αποδίδω, επιστρέφω κάτι, δίνω πίσω
  4. συλλαμβάνω και παραδίδω μυστικά σε άλλη χώρα
  5. (πληροφορική) μετασχηματίζω ένα αρχείο βάση εντολών
    • (πληροφορική) μετασχηματίζω ένα αρχείο (πχ εικόνας) ώστε να εμφανίζεται καλύτερα στην οθόνη ή σε άλλο μέσο
  6. μεταποιώ
    • επενεργώ διαδικαστικά πάνω σε κάποιον ή κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.