καθετότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθετότητα | οι | καθετότητες |
| γενική | της | καθετότητας | των | καθετοτήτων |
| αιτιατική | την | καθετότητα | τις | καθετότητες |
| κλητική | καθετότητα | καθετότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθετότητα < καθετότητα + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική verticalité[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική verticality / verticalness)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καθετότητα
Αναφορές
- καθετότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.