καθετοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθετοποίηση | οι | καθετοποιήσεις |
| γενική | της | καθετοποίησης* | των | καθετοποιήσεων |
| αιτιατική | την | καθετοποίηση | τις | καθετοποιήσεις |
| κλητική | καθετοποίηση | καθετοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθετοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθετοποίηση < κάθετος + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική verticalization)
Ουσιαστικό
καθετοποίηση θηλυκό
- επέκταση των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, ώστε να περιλαμβάνει και άλλα διαδοχικά στάδια (προηγούμενα ή επόμενα) της παραγωγής του προϊόντος με το οποίο ασχολείται (από την πρώτη ύλη ως το τελικό προϊόν)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καθετοποιώ, κάθετος και ποιώ
Μεταφράσεις
καθετοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.