καθετοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθετοποιώ < καθετοποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική verticalize)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθετοποιώ | καθετοποιούσα | θα καθετοποιώ | να καθετοποιώ | καθετοποιώντας | |
| β' ενικ. | καθετοποιείς | καθετοποιούσες | θα καθετοποιείς | να καθετοποιείς | (καθετοποίει) | |
| γ' ενικ. | καθετοποιεί | καθετοποιούσε | θα καθετοποιεί | να καθετοποιεί | ||
| α' πληθ. | καθετοποιούμε | καθετοποιούσαμε | θα καθετοποιούμε | να καθετοποιούμε | ||
| β' πληθ. | καθετοποιείτε | καθετοποιούσατε | θα καθετοποιείτε | να καθετοποιείτε | καθετοποιείτε | |
| γ' πληθ. | καθετοποιούν(ε) | καθετοποιούσαν(ε) | θα καθετοποιούν(ε) | να καθετοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθετοποίησα | θα καθετοποιήσω | να καθετοποιήσω | καθετοποιήσει | ||
| β' ενικ. | καθετοποίησες | θα καθετοποιήσεις | να καθετοποιήσεις | καθετοποίησε | ||
| γ' ενικ. | καθετοποίησε | θα καθετοποιήσει | να καθετοποιήσει | |||
| α' πληθ. | καθετοποιήσαμε | θα καθετοποιήσουμε | να καθετοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | καθετοποιήσατε | θα καθετοποιήσετε | να καθετοποιήσετε | καθετοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | καθετοποίησαν καθετοποιήσαν(ε) |
θα καθετοποιήσουν(ε) | να καθετοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθετοποιήσει | είχα καθετοποιήσει | θα έχω καθετοποιήσει | να έχω καθετοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθετοποιήσει | είχες καθετοποιήσει | θα έχεις καθετοποιήσει | να έχεις καθετοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθετοποιήσει | είχε καθετοποιήσει | θα έχει καθετοποιήσει | να έχει καθετοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθετοποιήσει | είχαμε καθετοποιήσει | θα έχουμε καθετοποιήσει | να έχουμε καθετοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθετοποιήσει | είχατε καθετοποιήσει | θα έχετε καθετοποιήσει | να έχετε καθετοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθετοποιήσει | είχαν καθετοποιήσει | θα έχουν καθετοποιήσει | να έχουν καθετοποιήσει |
| |
Συγγενικά
- καθετοποιημένος
- καθετοποίηση
- → δείτε τις λέξεις κάθετος και ποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.