καθαρογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | καθαρογράφος | οι | καθαρογράφοι |
| γενική | του/της | καθαρογράφου | των | καθαρογράφων |
| αιτιατική | τον/την | καθαρογράφο | τους/τις | καθαρογράφους |
| κλητική | καθαρογράφε | καθαρογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθαρογράφος < καθαρογράφω + -ος. Αναλύεται σε καθαρο- + -γράφος
Μεταφράσεις
καθαρογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.