θεομηνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεομηνία οι θεομηνίες
      γενική της θεομηνίας των θεομηνιών
    αιτιατική τη θεομηνία τις θεομηνίες
     κλητική θεομηνία θεομηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεομηνία < (ελληνιστική κοινή) < θεός + μῆνις (οργή του θεού). Μορφολογικά αναλύεται σε θεο- + -μηνία

Ουσιαστικό

θεομηνία θηλυκό

  1. η οργή, η μάνητα του θεού
  2. καταστροφικό φυσικό φαινόμενο,
     συνώνυμα: ο όλεθρος, η λύμη, ο χαλασμός
  3. φοβερή κακοκαιρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.