εναγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναγής η εναγής το εναγές
      γενική του εναγούς* της εναγούς του εναγούς
    αιτιατική τον εναγή την εναγή το εναγές
     κλητική εναγή(ς) εναγής εναγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναγείς οι εναγείς τα εναγή
      γενική των εναγών των εναγών των εναγών
    αιτιατική τους εναγείς τις εναγείς τα εναγή
     κλητική εναγείς εναγείς εναγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναγής < αρχαία ελληνική ἐναγής < ἐν + ἄγος ("ὁ ἐν ἄγει ὤν")

Επίθετο

εναγής, -ής, -ές

  • που φέρει το μίασμα ενός άγους, που έχει μολυνθεί λόγω της άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής του σε ανόσια αιματοχυσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.