ατμοκαθαριστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμοκαθαριστήρας οι ατμοκαθαριστήρες
      γενική του ατμοκαθαριστήρα των ατμοκαθαριστήρων
    αιτιατική τον ατμοκαθαριστήρα τους ατμοκαθαριστήρες
     κλητική ατμοκαθαριστήρα ατμοκαθαριστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμοκαθαριστήρας < ατμός + -ο- + καθαριστήρας

Ουσιαστικό

ατμοκαθαριστήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.