καθίδρυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθίδρυση | οι | καθιδρύσεις |
| γενική | της | καθίδρυσης* | των | καθιδρύσεων |
| αιτιατική | την | καθίδρυση | τις | καθιδρύσεις |
| κλητική | καθίδρυση | καθιδρύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθιδρύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθίδρυση < ελληνιστική κοινή καθίδρυσις < αρχαία ελληνική καθιδρύω < κατά + ἱδρύω
Μεταφράσεις
καθίδρυση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.