καθιδρύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθιδρύω < αρχαία ελληνική καθιδρύω < κατά + ἱδρύω
Συγγενικά
- ακαθίδρυτος
- εγκαθιδρυμένος
- εγκαθίδρυση
- εγκαθιδρύω
- καθίδρυμα
- καθιδρυμένος
- καθίδρυση
- → δείτε τις λέξεις κατά και ιδρύω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθιδρύω | καθίδρυα | θα καθιδρύω | να καθιδρύω | καθιδρύοντας | |
| β' ενικ. | καθιδρύεις | καθίδρυες | θα καθιδρύεις | να καθιδρύεις | καθίδρυε | |
| γ' ενικ. | καθιδρύει | καθίδρυε | θα καθιδρύει | να καθιδρύει | ||
| α' πληθ. | καθιδρύουμε | καθιδρύαμε | θα καθιδρύουμε | να καθιδρύουμε | ||
| β' πληθ. | καθιδρύετε | καθιδρύατε | θα καθιδρύετε | να καθιδρύετε | καθιδρύετε | |
| γ' πληθ. | καθιδρύουν(ε) | καθίδρυαν καθιδρύαν(ε) |
θα καθιδρύουν(ε) | να καθιδρύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθίδρυσα | θα καθιδρύσω | να καθιδρύσω | καθιδρύσει | ||
| β' ενικ. | καθίδρυσες | θα καθιδρύσεις | να καθιδρύσεις | καθίδρυσε | ||
| γ' ενικ. | καθίδρυσε | θα καθιδρύσει | να καθιδρύσει | |||
| α' πληθ. | καθιδρύσαμε | θα καθιδρύσουμε | να καθιδρύσουμε | |||
| β' πληθ. | καθιδρύσατε | θα καθιδρύσετε | να καθιδρύσετε | καθιδρύστε | ||
| γ' πληθ. | καθίδρυσαν καθιδρύσαν(ε) |
θα καθιδρύσουν(ε) | να καθιδρύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθιδρύσει | είχα καθιδρύσει | θα έχω καθιδρύσει | να έχω καθιδρύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθιδρύσει | είχες καθιδρύσει | θα έχεις καθιδρύσει | να έχεις καθιδρύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθιδρύσει | είχε καθιδρύσει | θα έχει καθιδρύσει | να έχει καθιδρύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθιδρύσει | είχαμε καθιδρύσει | θα έχουμε καθιδρύσει | να έχουμε καθιδρύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθιδρύσει | είχατε καθιδρύσει | θα έχετε καθιδρύσει | να έχετε καθιδρύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθιδρύσει | είχαν καθιδρύσει | θα έχουν καθιδρύσει | να έχουν καθιδρύσει |
| |
Μεταφράσεις
καθιδρύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.