καθιδρύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθιδρύω < αρχαία ελληνική καθιδρύω < κατά + ἱδρύω

Ρήμα

καθιδρύω (παθητική φωνή: καθιδρύομαι)

  1. (λόγιο) καθιερώνω
  2. (λόγιο) θεσπίζω
  3. (λόγιο) εγκαθιδρύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.