καδράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καδράρισμα | τα | καδραρίσματα |
| γενική | του | καδραρίσματος | των | καδραρισμάτων |
| αιτιατική | το | καδράρισμα | τα | καδραρίσματα |
| κλητική | καδράρισμα | καδραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καδράρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καδράρισμα ουδέτερο
- o ορισμός διάταξης θέματος και ορίων σε πίνακα (ζωγραφική, σινεμά, φωτογραφία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.