καγκελαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καγκελαρία | οι | καγκελαρίες |
| γενική | της | καγκελαρίας | των | καγκελαριών |
| αιτιατική | την | καγκελαρία | τις | καγκελαρίες |
| κλητική | καγκελαρία | καγκελαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καγκελαρία < καγεκλάρ(ιος) + -ία, απόδοση για τη γερμανική Kanzlei [1]
- Επίσης, (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καγκελαρία [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaŋ.ɟe.laˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐γκε‐λα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
καγκελαρία θηλυκό
- τόπος κατοικίας του καγκελάριου
- ↪ H καγκελαρία βρίσκεται στην συνοικία Τιργκάρτεν
- η ιδιότητα του να είσαι καγκελάριος
- ↪ Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κατείχε την καγκελαρία για 7 χρόνια
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάγκελο
- καντζελλαρία / καντζελαρία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καγκελαρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καγκελαρία < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cancellaria < υστερολατινική cancellarius. Δείτε και κάγκελον
Ουσιαστικό
καγκελαρία θηλυκό
- γραφείο του καγκελαρίου
- γραμματεία διοίκησης
- γραμματεία ξένης πρεσβείας
- καντζελαρία
- καντζιλαρία
Πηγές
- καγκελαρία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.