καβανόζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καβανόζι | τα | καβανόζια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καβανόζι | τα | καβανόζια |
| κλητική | καβανόζι | καβανόζια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβανόζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavanoz < μεσαιωνική ελληνική γάβενον (αντιδάνειο)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
καβανόζι ουδέτερο
- (παρωχημένο) πήλινο ή γυάλινο σκεύος με καπάκι, σαν κοντό αλλά φαρδύ μπουκάλι ή φιάλη, όπου οι νοικοκυρές φυλάσσουν σε μικρές ποσότητες γλυκά του κουταλιού ή τουρσί
- ※ Ανασκούμπωσε το δεξί το μανίκι της:
— Κατέβα σέ με εκείνο το καβανόζι απ' εκεί.
Έβγαλε μελιτζανάκι και καρότο τουρσί- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (1962)
- ※ Ανασκούμπωσε το δεξί το μανίκι της:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.