γάβενον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γάβενον τὰ γάβεν
      γενική τοῦ γαβένου τῶν γαβένων
      δοτική τῷ γαβέν τοῖς γαβένοις
    αιτιατική τὸ γάβενον τὰ γάβεν
     κλητική ! γάβενον γάβεν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαβένω
γεν-δοτ τοῖν  γαβένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάβενον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γάβενον ουδέτερο

Συγγενικά

Απόγονοι

γάβενον (μεσαιωνικά ελληνικά)

τουρκικά: kavanoz
νέα ελληνικά: καβανόζι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.