καβαλιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβαλιώτικος η καβαλιώτικη το καβαλιώτικο
      γενική του καβαλιώτικου της καβαλιώτικης του καβαλιώτικου
    αιτιατική τον καβαλιώτικο την καβαλιώτικη το καβαλιώτικο
     κλητική καβαλιώτικε καβαλιώτικη καβαλιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβαλιώτικοι οι καβαλιώτικες τα καβαλιώτικα
      γενική των καβαλιώτικων των καβαλιώτικων των καβαλιώτικων
    αιτιατική τους καβαλιώτικους τις καβαλιώτικες τα καβαλιώτικα
     κλητική καβαλιώτικοι καβαλιώτικες καβαλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καβαλιώτικος < Καβαλιώτ(ης) + -ικος

Επίθετο

καβαλιώτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.