καβάφικο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈva.fi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καβάφικο
τονικό παρώνυμο: καβαφικό

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβάφικο τα καβάφικα
      γενική του καβάφικου των καβάφικων
    αιτιατική το καβάφικο τα καβάφικα
     κλητική καβάφικο καβάφικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καβάφικο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καβάφικος

Ουσιαστικό

καβάφικο ουδέτερο

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

καβάφικο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καβάφικο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.