αἰδώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰδωσ- αἰδοσ-
νεότερος πληθυντικός
ονομαστική αἰδώς αἱ αἰδοί
      γενική τῆς αἰδόος
& αἰδοῦς
      δοτική τῇ αἰδοῖ
    αιτιατική τὴν αἰδ
     κλητική ! αἰδώς
3η κλίση, Κατηγορία 'αἰδώς' όπως «αἰδώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἰδώς < θέμα αἰδ- από το ρήμα αἴδομαι + κατάληξη λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αἰδώς θηλυκό

  • ντροπαλότητα, συστολή, κοσμιότητα, αξιοπρέπεια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.