αἰδώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| αἰδωσ- αἰδοσ- | |||||
| νεότερος πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | ἡ | αἰδώς | αἱ | αἰδοί | |
| γενική | τῆς | αἰδόος & αἰδοῦς |
|||
| δοτική | τῇ | αἰδοῖ | |||
| αιτιατική | τὴν | αἰδῶ | |||
| κλητική ὦ! | αἰδώς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'αἰδώς' όπως «αἰδώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- αἰδώς < θέμα αἰδ- από το ρήμα αἴδομαι + κατάληξη → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αἰδώς θηλυκό
- ντροπαλότητα, συστολή, κοσμιότητα, αξιοπρέπεια
Πηγές
- αἰδώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰδώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.