κέντια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κέντια | οι | κέντιες |
| γενική | της | κέντιας | των | κεντιών |
| αιτιατική | την | κέντια | τις | κέντιες |
| κλητική | κέντια | κέντιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(14785186665).jpg.webp)
Ετυμολογία
- κέντια < νεολατινική kentia < αγγλική Kent ( William Saville-Kent) < λατινική Cantium < πρωτοκελτική *kantos (γωνία, άκρο)
-
Kentia στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.