κάρπευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρπευμα τα καρπεύματα
      γενική του καρπεύματος των καρπευμάτων
    αιτιατική το κάρπευμα τα καρπεύματα
     κλητική κάρπευμα καρπεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάρπευμα < ελληνιστική κοινή κάρπευμα < αρχαία ελληνική καρπεύω < καρπός

Ουσιαστικό

κάρπευμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καρπεύω, ο σχηματισμός καρπού
    άλλες μορφές: κάρπημα
  2. (γενικότερα) καρπός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.