καρπεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
καρπεύω
<
αρχαία ελληνική
καρπεύω
<
καρπός
Ρήμα
καρπεύω
δένω
καρπό
,
σχηματίζω
καρπό
Συγγενικά
κάρπευμα
κάρπημα
→
δείτε
τη
λέξη
καρπός
Μεταφράσεις
καρπεύω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.