ιχθυοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιχθυοκαλλιέργεια | οι | ιχθυοκαλλιέργειες |
| γενική | της | ιχθυοκαλλιέργειας | των | ιχθυοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | την | ιχθυοκαλλιέργεια | τις | ιχθυοκαλλιέργειες |
| κλητική | ιχθυοκαλλιέργεια | ιχθυοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιχθυοκαλλιέργεια < ιχθύο- (<ιχθύς) + -καλλιέργεια ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pisciculture)

Εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας.
Ουσιαστικό
ιχθυοκαλλιέργεια θηλυκό
Μεταφράσεις
ιχθυοκαλλιέργεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.