θαλασσοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσοκαλλιέργεια | οι | θαλασσοκαλλιέργειες |
| γενική | της | θαλασσοκαλλιέργειας | των | θαλασσοκαλλιεργειών |
| αιτιατική | τη | θαλασσοκαλλιέργεια | τις | θαλασσοκαλλιέργειες |
| κλητική | θαλασσοκαλλιέργεια | θαλασσοκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσοκαλλιέργεια < θάλασσ(α) + -ο- + καλλιέργεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /θa.la.so.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
Ουσιαστικό
θαλασσοκαλλιέργεια θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιχθυοκαλλιέργεια σε θαλάσσιο περιβάλλον
- ※ Οι επιστήμονες βρήκαν ότι περίπου 60 ξενικά είδη, κυρίως φυκιών, έχουν εισαχθεί στην Μεσόγειο εξαιτίας των θαλασσοκαλλιεργειών, κυρίως στις ακτές της Βενετίας και της νοτιοδυτικής Γαλλίας. (Χιλιάδες ξενικά είδη έχουν εισβάλει στη Μεσόγειο, Πρώτο Θέμα, 1 Οκτωβρίου 2014)
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.