θαλασσοκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλασσοκαλλιέργεια οι θαλασσοκαλλιέργειες
      γενική της θαλασσοκαλλιέργειας των θαλασσοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη θαλασσοκαλλιέργεια τις θαλασσοκαλλιέργειες
     κλητική θαλασσοκαλλιέργεια θαλασσοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοκαλλιέργεια < θάλασσ(α) + -ο- + καλλιέργεια

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.so.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλασσοκαλλιέργεια

Ουσιαστικό

θαλασσοκαλλιέργεια θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.