ισότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισότητα οι ισότητες
      γενική της ισότητας των ισοτήτων
    αιτιατική την ισότητα τις ισότητες
     κλητική ισότητα ισότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισότητα < αρχαία ελληνική ἰσότης < ἴσος

Ουσιαστικό

ισότητα θηλυκό

  1. η σχέση δύο πραγμάτων που είναι ή θεωρούνται ίσα
  2. (μαθηματικά) η σχέση μεταξύ δύο ίσων αριθμών ή γενικότερα μεταξύ δύο μαθηματικών οντοτήτων (συμβολίζεται με το σύμβολο =)
  3. ισονομία, δικαιοσύνη

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ίσος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.