ισόσταθμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισόσταθμος | η | ισόσταθμη | το | ισόσταθμο |
| γενική | του | ισόσταθμου | της | ισόσταθμης | του | ισόσταθμου |
| αιτιατική | τον | ισόσταθμο | την | ισόσταθμη | το | ισόσταθμο |
| κλητική | ισόσταθμε | ισόσταθμη | ισόσταθμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισόσταθμοι | οι | ισόσταθμες | τα | ισόσταθμα |
| γενική | των | ισόσταθμων | των | ισόσταθμων | των | ισόσταθμων |
| αιτιατική | τους | ισόσταθμους | τις | ισόσταθμες | τα | ισόσταθμα |
| κλητική | ισόσταθμοι | ισόσταθμες | ισόσταθμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισόσταθμος < ελληνιστική κοινή ἰσόσταθμος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ισοσταθμίζω
Μεταφράσεις
ισόσταθμος
|
|
Αναφορές
- ισόσταθμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.