ισοϋψής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισοϋψής | η | ισοϋψής | το | ισοϋψές |
| γενική | του | ισοϋψούς* | της | ισοϋψούς | του | ισοϋψούς |
| αιτιατική | τον | ισοϋψή | την | ισοϋψή | το | ισοϋψές |
| κλητική | ισοϋψή(ς) | ισοϋψής | ισοϋψές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισοϋψείς | οι | ισοϋψείς | τα | ισοϋψή |
| γενική | των | ισοϋψών | των | ισοϋψών | των | ισοϋψών |
| αιτιατική | τους | ισοϋψείς | τις | ισοϋψείς | τα | ισοϋψή |
| κλητική | ισοϋψείς | ισοϋψείς | ισοϋψή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ισοϋψής, -ής, -ές
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ίσος σε ύψος
|
|
ίσος σε υψόμετρο
|
|
Ουσιαστικό

τοπογραφικό σχέδιο με ισοϋψείς
ισοϋψής θηλυκό
- γραμμή τοπογραφικού σχεδίου ή χάρτη που συνδέει σημεία του εδάφους με το ίδιο υψόμετρο
Μεταφράσεις
γραμμή σχεδίου
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.