ισάξιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισάξιος η ισάξια το ισάξιο
      γενική του ισάξιου της ισάξιας του ισάξιου
    αιτιατική τον ισάξιο την ισάξια το ισάξιο
     κλητική ισάξιε ισάξια ισάξιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισάξιοι οι ισάξιες τα ισάξια
      γενική των ισάξιων των ισάξιων των ισάξιων
    αιτιατική τους ισάξιους τις ισάξιες τα ισάξια
     κλητική ισάξιοι ισάξιες ισάξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισάξιος < (ελληνιστική κοινή) ἰσάξιος

Επίθετο

ισάξιος, -α, -ο

  • που έχει ίση αξία, ίδιες ικανότητες, με κάποιον άλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.