ιρεδεντισμός

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ιρεδεντισμός ιρεδεντισμοί
γενική ιρεδεντισμού ιρεδεντισμών
αιτιατική ιρεδεντισμό ιρεδεντισμούς
κλητική ιρεδεντισμέ ιρεδεντισμοί

Ουσιαστικό

ιρεδεντισμός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.