ιπποκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιπποκρατικός | η | ιπποκρατική | το | ιπποκρατικό |
| γενική | του | ιπποκρατικού | της | ιπποκρατικής | του | ιπποκρατικού |
| αιτιατική | τον | ιπποκρατικό | την | ιπποκρατική | το | ιπποκρατικό |
| κλητική | ιπποκρατικέ | ιπποκρατική | ιπποκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιπποκρατικοί | οι | ιπποκρατικές | τα | ιπποκρατικά |
| γενική | των | ιπποκρατικών | των | ιπποκρατικών | των | ιπποκρατικών |
| αιτιατική | τους | ιπποκρατικούς | τις | ιπποκρατικές | τα | ιπποκρατικά |
| κλητική | ιπποκρατικοί | ιπποκρατικές | ιπποκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιπποκρατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hippocratique < Hippocrates < αρχαία ελληνική Ἱπποκράτης
Επίθετο
ιπποκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Ιπποκράτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν ή εκπορεύεται απ’ αυτόν
Μεταφράσεις
ιπποκρατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.