ιντελιγκέντσια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιντελιγκέντσια οι ιντελιγκέντσιες
      γενική της ιντελιγκέντσιας
    αιτιατική την ιντελιγκέντσια τις ιντελιγκέντσιες
     κλητική ιντελιγκέντσια ιντελιγκέντσιες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιντελιγκέντσια < (λόγιο δάνειο) ρωσική интеллигенция < λατινική intelligentia[1] < intellegens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος intellego < inter + lego

Ουσιαστικό

ιντελιγκέντσια θηλυκό

  1. (και ειρωνικό) ο κόσμος των διανοουμένων
  2. η διανόηση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.