ιντελιγκέντσια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιντελιγκέντσια | οι | ιντελιγκέντσιες |
| γενική | της | ιντελιγκέντσιας | — | |
| αιτιατική | την | ιντελιγκέντσια | τις | ιντελιγκέντσιες |
| κλητική | ιντελιγκέντσια | ιντελιγκέντσιες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιντελιγκέντσια < (λόγιο δάνειο) ρωσική интеллигенция < λατινική intelligentia[1] < intellegens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος intellego < inter + lego
Μεταφράσεις
ιντελιγκέντσια
Αναφορές
- ιντελιγκέντσια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.