ινδοκάρυδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ινδοκάρυδο | τα | ινδοκάρυδα |
| γενική | του | ινδοκάρυδου | των | ινδοκάρυδων |
| αιτιατική | το | ινδοκάρυδο | τα | ινδοκάρυδα |
| κλητική | ινδοκάρυδο | ινδοκάρυδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τέσσερις καρύδες

τρουφάκια με καρύδα
Ετυμολογία
- ινδοκάρυδο < Iνδ(ία) + -ο- + κάρυον < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Indian nut, κυριολεκτική μετάφραση ονομασίας του. (Στα αγγλικά επικράτησε η ονομασία coconut). To «κάρυον» προσαρμόστηκε στη δημοτική κατά το μοσχοκάρυδο[1]
Ουσιαστικό
ινδοκάρυδο ουδέτερο
- η ινδική καρύδα, ο καρπός του κοκοφοίνικα
- αποξηραμένη ινδική καρύδα που χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή γλυκισμάτων
Αναφορές
- ινδοκάρυδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.