ινίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ινίο τα ινία
      γενική του ινίου των ινίων
    αιτιατική το ινίο τα ινία
     κλητική ινίο ινία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ινίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰνίον

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ινίο
ομόηχο: ηνίο

Ουσιαστικό

ινίο ουδέτερο

  • (ανατομία) το πίσω και κάτω μέρος του κρανίου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.