ινιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ινιακός | η | ινιακή | το | ινιακό |
| γενική | του | ινιακού | της | ινιακής | του | ινιακού |
| αιτιατική | τον | ινιακό | την | ινιακή | το | ινιακό |
| κλητική | ινιακέ | ινιακή | ινιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ινιακοί | οι | ινιακές | τα | ινιακά |
| γενική | των | ινιακών | των | ινιακών | των | ινιακών |
| αιτιατική | τους | ινιακούς | τις | ινιακές | τα | ινιακά |
| κλητική | ινιακοί | ινιακές | ινιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ινιακός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ινιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.