ιζηματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιζηματολογία οι ιζηματολογίες
      γενική της ιζηματολογίας των ιζηματολογιών
    αιτιατική την ιζηματολογία τις ιζηματολογίες
     κλητική ιζηματολογία ιζηματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιζηματολογία < ιζηματ(ος) + -ο- + -λογία +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ιζηματολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.