ιεροπραξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροπραξία οι ιεροπραξίες
      γενική της ιεροπραξίας των ιεροπραξιών
    αιτιατική την ιεροπραξία τις ιεροπραξίες
     κλητική ιεροπραξία ιεροπραξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροπραξία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἱερόπραξις < αρχαία ελληνική ἱερ(ός) (ιερο-) + πρᾶξις + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.e.ɾo.praˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιεροπραξία

Ουσιαστικό

ιεροπραξία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.