ἱερόπραξις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱερόπραξις αἱ ἱεροπράξεις
      γενική τῆς ἱεροπράξεως τῶν ἱεροπράξεων
      δοτική τῇ ἱεροπράξει ταῖς ἱεροπράξεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἱερόπραξιν τὰς ἱεροπράξεις
     κλητική ! ἱερόπραξι ἱεροπράξεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἱερόπραξις < (αρχαία ελληνική ἱερός) + ἱερό- + πρᾶξις

Ουσιαστικό

ἱερόπραξις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.