ἱερόπραξις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἱερόπραξις | αἱ | ἱεροπράξεις | ||||
| γενική | τῆς | ἱεροπράξεως | τῶν | ἱεροπράξεων | ||||
| δοτική | τῇ | ἱεροπράξει | ταῖς | ἱεροπράξεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἱερόπραξιν | τὰς | ἱεροπράξεις | ||||
| κλητική ὦ! | ἱερόπραξι | ἱεροπράξεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἱερόπραξις < (αρχαία ελληνική ἱερός) + ἱερό- + πρᾶξις
Πηγές
- ιερόπραξις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.