ιεροκρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιεροκρατικός η ιεροκρατική το ιεροκρατικό
      γενική του ιεροκρατικού της ιεροκρατικής του ιεροκρατικού
    αιτιατική τον ιεροκρατικό την ιεροκρατική το ιεροκρατικό
     κλητική ιεροκρατικέ ιεροκρατική ιεροκρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιεροκρατικοί οι ιεροκρατικές τα ιεροκρατικά
      γενική των ιεροκρατικών των ιεροκρατικών των ιεροκρατικών
    αιτιατική τους ιεροκρατικούς τις ιεροκρατικές τα ιεροκρατικά
     κλητική ιεροκρατικοί ιεροκρατικές ιεροκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιεροκρατικός < ιεροκρατία + -ικός

Επίθετο

ιεροκρατικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.