ιεροκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιεροκρατία | οι | ιεροκρατίες |
| γενική | της | ιεροκρατίας | των | ιεροκρατιών |
| αιτιατική | την | ιεροκρατία | τις | ιεροκρατίες |
| κλητική | ιεροκρατία | ιεροκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- ιεροκρατικός
- → δείτε τις λέξεις ιερός και κράτος
Μεταφράσεις
ιεροκρατία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.