ιεροδουλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιεροδουλία οι ιεροδουλίες
      γενική της ιεροδουλίας των ιεροδουλιών
    αιτιατική την ιεροδουλία τις ιεροδουλίες
     κλητική ιεροδουλία ιεροδουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιεροδουλία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεροδουλεία / ἱεροδουλία < αρχαία ελληνική ἱερός + δοῦλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -δουλία (δούλ(ος) + -ία, δείτε και δουλειά).

Ουσιαστικό

ιεροδουλία θηλυκό

  1. η ιδιότητα, το επάγγελμα ή η κατάσταση μιας ιερόδουλης
  2. (ιστορία) η τελετουργική και με θρησκευτικές συνδηλώσεις πορνεία στην αρχαία Ελλάδα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.