ιδιόκλιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιόκλιτος | η | ιδιόκλιτη | το | ιδιόκλιτο |
| γενική | του | ιδιόκλιτου | της | ιδιόκλιτης | του | ιδιόκλιτου |
| αιτιατική | τον | ιδιόκλιτο | την | ιδιόκλιτη | το | ιδιόκλιτο |
| κλητική | ιδιόκλιτε | ιδιόκλιτη | ιδιόκλιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιόκλιτοι | οι | ιδιόκλιτες | τα | ιδιόκλιτα |
| γενική | των | ιδιόκλιτων | των | ιδιόκλιτων | των | ιδιόκλιτων |
| αιτιατική | τους | ιδιόκλιτους | τις | ιδιόκλιτες | τα | ιδιόκλιτα |
| κλητική | ιδιόκλιτοι | ιδιόκλιτες | ιδιόκλιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιόκλιτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ιδιόκλιτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
ιδιόκλιτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.