εθνικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εθνικοποιώ
- μετατρέπω σε δημόσιο ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, επιχείρηση ή γενικότερα πηγή πλούτου
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εθνικοποιώ | εθνικοποιούσα | θα εθνικοποιώ | να εθνικοποιώ | εθνικοποιώντας | |
| β' ενικ. | εθνικοποιείς | εθνικοποιούσες | θα εθνικοποιείς | να εθνικοποιείς | (εθνικοποίει) | |
| γ' ενικ. | εθνικοποιεί | εθνικοποιούσε | θα εθνικοποιεί | να εθνικοποιεί | ||
| α' πληθ. | εθνικοποιούμε | εθνικοποιούσαμε | θα εθνικοποιούμε | να εθνικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | εθνικοποιείτε | εθνικοποιούσατε | θα εθνικοποιείτε | να εθνικοποιείτε | εθνικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | εθνικοποιούν(ε) | εθνικοποιούσαν(ε) | θα εθνικοποιούν(ε) | να εθνικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εθνικοποίησα | θα εθνικοποιήσω | να εθνικοποιήσω | εθνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | εθνικοποίησες | θα εθνικοποιήσεις | να εθνικοποιήσεις | εθνικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | εθνικοποίησε | θα εθνικοποιήσει | να εθνικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | εθνικοποιήσαμε | θα εθνικοποιήσουμε | να εθνικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | εθνικοποιήσατε | θα εθνικοποιήσετε | να εθνικοποιήσετε | εθνικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | εθνικοποίησαν εθνικοποιήσαν(ε) |
θα εθνικοποιήσουν(ε) | να εθνικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εθνικοποιήσει | είχα εθνικοποιήσει | θα έχω εθνικοποιήσει | να έχω εθνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εθνικοποιήσει | είχες εθνικοποιήσει | θα έχεις εθνικοποιήσει | να έχεις εθνικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εθνικοποιήσει | είχε εθνικοποιήσει | θα έχει εθνικοποιήσει | να έχει εθνικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εθνικοποιήσει | είχαμε εθνικοποιήσει | θα έχουμε εθνικοποιήσει | να έχουμε εθνικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εθνικοποιήσει | είχατε εθνικοποιήσει | θα έχετε εθνικοποιήσει | να έχετε εθνικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εθνικοποιήσει | είχαν εθνικοποιήσει | θα έχουν εθνικοποιήσει | να έχουν εθνικοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εθνικοποιούμαι | εθνικοποιούμουν | θα εθνικοποιούμαι | να εθνικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | εθνικοποιείσαι | εθνικοποιούσουν | θα εθνικοποιείσαι | να εθνικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | εθνικοποιείται | εθνικοποιούνταν | θα εθνικοποιείται | να εθνικοποιείται | ||
| α' πληθ. | εθνικοποιούμαστε | εθνικοποιούμασταν εθνικοποιούμαστε |
θα εθνικοποιούμαστε | να εθνικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | εθνικοποιείστε | εθνικοποιούσασταν εθνικοποιούσαστε |
θα εθνικοποιείστε | να εθνικοποιείστε | εθνικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | εθνικοποιούνται | εθνικοποιούνταν | θα εθνικοποιούνται | να εθνικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εθνικοποιήθηκα | θα εθνικοποιηθώ | να εθνικοποιηθώ | εθνικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | εθνικοποιήθηκες | θα εθνικοποιηθείς | να εθνικοποιηθείς | εθνικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | εθνικοποιήθηκε | θα εθνικοποιηθεί | να εθνικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | εθνικοποιηθήκαμε | θα εθνικοποιηθούμε | να εθνικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | εθνικοποιηθήκατε | θα εθνικοποιηθείτε | να εθνικοποιηθείτε | εθνικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εθνικοποιήθηκαν εθνικοποιηθήκαν(ε) |
θα εθνικοποιηθούν(ε) | να εθνικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εθνικοποιηθεί | είχα εθνικοποιηθεί | θα έχω εθνικοποιηθεί | να έχω εθνικοποιηθεί | εθνικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εθνικοποιηθεί | είχες εθνικοποιηθεί | θα έχεις εθνικοποιηθεί | να έχεις εθνικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εθνικοποιηθεί | είχε εθνικοποιηθεί | θα έχει εθνικοποιηθεί | να έχει εθνικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εθνικοποιηθεί | είχαμε εθνικοποιηθεί | θα έχουμε εθνικοποιηθεί | να έχουμε εθνικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εθνικοποιηθεί | είχατε εθνικοποιηθεί | θα έχετε εθνικοποιηθεί | να έχετε εθνικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εθνικοποιηθεί | είχαν εθνικοποιηθεί | θα έχουν εθνικοποιηθεί | να έχουν εθνικοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
εθνικοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.