ιδιωτικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιωτικοποίηση οι ιδιωτικοποιήσεις
      γενική της ιδιωτικοποίησης* των ιδιωτικοποιήσεων
    αιτιατική την ιδιωτικοποίηση τις ιδιωτικοποιήσεις
     κλητική ιδιωτικοποίηση ιδιωτικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιωτικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιωτικοποίηση < (ιδιωτικοποιώ) ιδιωτικοποιη- + -σις > -ση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.o.ti.koˈpi.i.si/ & /i.ði̯o.ti.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιδιωτικοοικοποίηση

Ουσιαστικό

ιδιωτικοποίηση θηλυκό

  • (οικονομία) η απόδοση ενός δημόσιου αγαθού, οργανισμού, επιχείρησης κλπ σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.