ιδιωτικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιωτικοποιημένος | η | ιδιωτικοποιημένη | το | ιδιωτικοποιημένο |
| γενική | του | ιδιωτικοποιημένου | της | ιδιωτικοποιημένης | του | ιδιωτικοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ιδιωτικοποιημένο | την | ιδιωτικοποιημένη | το | ιδιωτικοποιημένο |
| κλητική | ιδιωτικοποιημένε | ιδιωτικοποιημένη | ιδιωτικοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιωτικοποιημένοι | οι | ιδιωτικοποιημένες | τα | ιδιωτικοποιημένα |
| γενική | των | ιδιωτικοποιημένων | των | ιδιωτικοποιημένων | των | ιδιωτικοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ιδιωτικοποιημένους | τις | ιδιωτικοποιημένες | τα | ιδιωτικοποιημένα |
| κλητική | ιδιωτικοποιημένοι | ιδιωτικοποιημένες | ιδιωτικοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ιδιωτικοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.