ιδιαιτέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιαιτέρα | οι | ιδιαίτερες |
| γενική | της | ιδιαιτέρας | των | ιδιαιτέρων |
| αιτιατική | την | ιδιαιτέρα | τις | ιδιαίτερες |
| κλητική | ιδιαιτέρα | ιδιαίτερες | ||
| Δημοφιλής και ο ανορθόδοξος πληθυντικός οι ιδιαιτέρες. | ||||
| Κατηγορία όπως «ιδιαιτέρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιαιτέρα < (λόγιο) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ιδιαίτερος. Εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό γραμματεύς / γραμματέας
Μεταφράσεις
ιδιαιτέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.