γραμματεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | γραμματεύς | οἱ | γραμματεῖς - γραμματῆς* |
| γενική | τοῦ | γραμματέως | τῶν | γραμματέων |
| δοτική | τῷ | γραμματεῖ | τοῖς | γραμματεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | γραμματέᾱ | τοὺς | γραμματέᾱς |
| κλητική ὦ! | γραμματεῦ | γραμματεῖς - γραμματῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γραμματῆ1 ή γραμματεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γραμματέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραμματεύς < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: γραμματέας, (καθαρεύουσα) γραμματεύς
Ουσιαστικό
γραμματεύς αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που καταγράφει σε επίσημους καταλόγους
Πηγές
- γραμματεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γραμματεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.