ιγνύα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιγνύα οι ιγνύες
      γενική της ιγνύας των ιγνυών
    αιτιατική την ιγνύα τις ιγνύες
     κλητική ιγνύα ιγνύες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιγνύα < αρχαία ελληνική ἰγνύα

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈɣni.a/

Ουσιαστικό

ιγνύα θηλυκό

  • (ανατομία) κοιλότητα με σχήμα ρόμβου που βρίσκεται στο πίσω μέρος του γονάτου
τινάζεται με το χάδι στην ιγνύα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.